- κατατόπιον
- κατατόπιον, τὸ (Μ)βλ. κατατόπι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατατόπιον — κατά τοπέω imperf ind act 3rd pl (doric) κατά τοπέω imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατόπι — το (Μ κατατόπι και κατατόπιον) νεοελλ. 1. συν. στον πληθ. τα κατατόπια οι λεπτομέρειες μιας τοποθεσίας, οι κρυφές θέσεις μιας περιοχής («ξέρει τα κατατόπια τής παλιάς πόλης») 2. τόπος διαμονής, κρησφύγετο («πολλά κατατόπια τής κλεφτουριάς ήταν… … Dictionary of Greek